- θειοχρώματα
- ταχημ. συνοπτική ονομασία πολύπλοκων συνθετικών χρωστικών που περιέχουν θείο στο μόριο τους, αλλ. θειούχα χρώματα. Τα χρώματα αυτά σχηματίζονται όταν αποτίθενται πάνω στις ίνες τής κυτταρίνης από αλκαλικά διαλύματα θειούχου νατρίου στα οποία διαλύονται.[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + χρώματα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. sulphur dyes)].
Dictionary of Greek. 2013.